ὑποκρούσῃ

ὑποκρούσῃ
ὑποκρούσηι , ὑπόκρουσις
interruption
fem dat sg (epic)
ὑποκρούω
strike gently
aor subj mid 2nd sg
ὑποκρούω
strike gently
aor subj act 3rd sg
ὑποκρούω
strike gently
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπόκρουση — η / ὑπόκρουσις, ούσεως, ΝΑ [ὑποκρούω] νεοελλ. συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο (α. «με υπόκρουση πιάνου» β. «με υπόκρουση ορχήστρας») αρχ. διακοπή τού λόγου …   Dictionary of Greek

  • υπόκρουση — η η συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο, ακομπανιαμέντο, ακομπανιάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλυρος — ἄλυρος, ον (Α) [λύρα] 1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα 2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα 3. φρ. «Ἄιδος μοῑρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο «ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι… …   Dictionary of Greek

  • αντιψάλλω — ἀντιψάλλω (Α) κάνω υπόκρουση σε άσμα με έγχορδο μουσικό όργανο …   Dictionary of Greek

  • διάψαλμα — διάψαλμα, το (Α) 1. μουσική υπόκρουση που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο ψαλμούς 2. εναλλαγή μέλους …   Dictionary of Greek

  • ενήχησις — ἐνήχησις, η (Μ) [ενηχώ] 1. ήχος, θόρυβος, κρότος, παρήχηση 2. φήμη, διάδοση, ψίθυρος 3. μουσική υπόκρουση άσματος …   Dictionary of Greek

  • κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • λυρόδμητος — λυρόδμητος, ον (Α) (ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεό δμητος, χρυσεό δμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”